στέμμα

στέμμα
στέμμα, ατος (στέφω): chaplet or fillet of a priest. Chryses takes the fillet from his head and places it upon his sceptre, because he comes as a suppliant, Il. 1.14. (The cut shows the band in two positions—as extended at full length, and as wrapped around the head. In the second representation the ends should hang down by the sides of the head below the ears, Il. 1.28.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στέμμα — wreath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

  • στέμμα — το 1.διάδημα που φορούν οι βασιλιάδες. 2. η βασιλική εξουσία: Το στέμμα ευθύνεται για πολλές συμφορές του έθνους. 3. στεφάνι φωτεινό που περιβάλλει τον Ήλιο και τη Σελήνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιακό στέμμα — Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον… …   Dictionary of Greek

  • στέμμ' — στέμμα , στέμμα wreath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεμμάτων — στέμμα wreath neut gen pl στεμματόω furnish with a wreath imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στεμματόω furnish with a wreath imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμμασι — στέμμα wreath neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμμασιν — στέμμα wreath neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμματα — στέμμα wreath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμματι — στέμμα wreath neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμματος — στέμμα wreath neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”